- απολησμονώ
- (Μ ἀπολησμονῶ, -έω)1. λησμονώ ολωσδιόλου, ξεχνώ τελείως2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάποια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απολησμονώ — ησα, ημένος, λησμονώ εντελώς: Ζούσε τώρα απολησμονημένος σε μιαν ακρινή συνοικία της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)